- φλεβώδης
- -ες / φλεβώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [φλέψ, φλεβός]1. όμοιος με φλέβα2. αυτός που έχει πολλές φλέβες («σάρξ νευρώδης ἢ φλεβώδης», Αριστοτ.)νεοελλ.φρ. α) «φλεβώδης γωνία»ανατ. η συμβολή τών φλεβών έσω σφαγίτιδας και υποκλείδειας, όπου εκβάλλουν οι θωρακικοί πόροι, αριστερά ο μείζων και δεξιά ο ελάσσωνβ) «φλεβώδεις κόλποι»(ανατ.-φυσιολ.) αναδιπλώσεις τής σκληράς μήνιγγας, μέσα στις οποίες κυκλοφορεί το φλεβικό αίμα τής κρανιακής κοιλότητας.
Dictionary of Greek. 2013.